-
1 ελλόγα
ἐλλόγᾱ, ἐλλογάωpres imperat act 2nd sgἐλλόγᾱ, ἐλλογάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἐλλόγα
ἐλλόγᾱ, ἐλλογάωpres imperat act 2nd sgἐλλόγᾱ, ἐλλογάωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 έλλογα
-
4 ἔλλογα
-
5 ἐλλόγα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλλόγα
-
6 ἔλ-λογος
-
7 ἔλλογος
-
8 ἐλλογέω
ἐλλογέω (ἐν + λέγω; this is the regular form [s. Nägeli 48: exx. fr. ins, pap]; formations like ἐλλόγα Phlm 18 and ἐλλογᾶται Ro 5:13 v.l. arose through confusion of the inflectional types-εῖν and-ᾶν [B-D-F §90; Mlt-H. 196; 198; 307]) to charge with a financial obligation, charge to the account of someone τινί, commercial t.t. (=ἐν λόγῳ τιθέναι ‘to put into an account’, s. λόγος 2a; PRyl 243, 11 [II A.D.]; BGU 140, 31f; PStras 32, 10 ἵνα οὕτως αὐτῷ ἐνλογηθῇ) Phlm 18. Sin οὐκ ἐλλογεῖται Ro 5:13.—S. DELG s.v. λέγω B2. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἐλλόγα — ἐλλόγᾱ , ἐλλογάω pres imperat act 2nd sg ἐλλόγᾱ , ἐλλογάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογα — ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek